- ζειᾶς
- ζειάone-seeded wheatfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζειάς — ζειά̱ς , ζειά one seeded wheat fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PIRAEEUS sive PIRAEUS — PIRAEEUS, sive PIRAEUS seu melius Pyraus, nunc Porto di Seline, ab urbe adiacente, vel porte Leone, a Leone marmoreo ibi ad litus sito ad ostia Cephisi fluvii, portus Athenarum, 400. navium capax, a Themistocle, murô 2. mill. pass. urbi… … Hofmann J. Lexicon universale
ζειά — ζειά, ή (συν. στον πληθ. ζειαί) (Α) 1. μονόκοκκο σιτάρι, χρήσιμο για την τροφή τών αλόγων («πάρ δ ἔβαλον ζειάς», Ομ. Οδ.) 2. είδος δίκοκκου σιταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στον ενικό αριθ. εμφανίζεται στους ελληνιστικούς και μεταγενέστερους χρόνους, ενώ… … Dictionary of Greek
στέαρ — ατος, το, ΝΜΑ, και στέας Μ, και στεῑαρ, είατος, και στῆρ, στητός Α το στερεό και συμπαγές λίπος τών εσωτερικών λιπαρών ιστών μυρηκαστικών, το οποίο χρησιμοποιείται για την παρασκευή κεριών, σαπουνιών κ.ά. προϊόντων (α. «βόρειο στέαρ» β. «οὔτε… … Dictionary of Greek
τίφη — η, ΝΜΑ νεοελλ. αρχ. είδος υμενόπτερου εντόμου μσν. αρχ. μονόκοκκο σιτάρι («σπείρειν δὲ ἐν τοῑς οἰκείοις τόποις σησάμην, τίφας, ζειάς, κέγχρον», Γεωπ.) αρχ. η σίλφη. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek